ορυκτολογικός

ορυκτολογικός
η , ό[ν] минералогический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ορυκτολογικός" в других словарях:

  • ορυκτολογικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ορυκτολογία 2. φρ. «ορυκτολογικός πλούτος» ο ορυκτός πλούτος. επίρρ... ορυκτολογικώς με ορυκτολογικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορυκτολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Δ. Αλεξανδρίδη] …   Dictionary of Greek

  • ορυκτολογικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην ορυκτολογία: Ορυκτολογικές έρευνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»